- συμβιβάζοντας
- συμβιβάζωbring togetherpres part act masc acc plσυμβιβάζωbring togetherpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αδριανούπολη — (τουρκ. Edirne). Πόλη (125.000 κάτ. το 2002) της Τουρκίας στην ανατολική Θράκη, η μεγαλύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη, 5 χλμ. από τα ελληνικά σύνορα. Πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.276 τ.χλμ., 423.000 κάτ.), η Α. είναι σημαντικό… … Dictionary of Greek
Οβσγιάνικο Κουλικόφσκι, Ντμίτρι Νικολάγεβιτς — (Κασόβκα, Ταυρίς 1853 – Μόσχα 1921). Ρώσος κριτικός και γλωσσολόγος. Καθηγητής της συγκριτικής γλωσσολογίας και της σανσκριτικής στα πανεπιστήμια του Καζάν, του Χάρκοβου, της Πετρούπολης και του Noβοροσίσκ, προσχώρησε στον λαϊκισμό. Αργότερα… … Dictionary of Greek